Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὸ στόμα ἐπιχειλής

См. также в других словарях:

  • επιχειλής — ἐπιχειλής, ές (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή κοντά στα χείλη 2. ο γεμάτος σχεδόν ώς τα χείλη 3. γεμάτος ως τα χείλη, ξέχειλος 4. αυτός που τα χείλη του είναι στραμμένα προς τα μέσα όπως τών γέρων («τὴν ῥῑνα ἐπικαμπής, τὸ στόμα ἐπιχειλής» με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»